Greek Meaning of conscription
στρατολόγηση
Other Greek words related to στρατολόγηση
Nearest Words of conscription
- conscript => στρατιώτης
- consciousness-altering drug => Φάρμακο που αλλοιώνει τη συνείδηση
- consciousness => Συνείδηση
- consciously => συνειδητά
- conscious => συνειδητός
- conscionable => ευضمώτο
- conscientiousness => συνειδητότητα
- conscientiously => συνειδητά
- conscientious objector => Αρνητής στράτευσης
- conscientious => συνειδητός
Definitions and Meaning of conscription in English
conscription (n)
compulsory military service
FAQs About the word conscription
στρατολόγηση
compulsory military service
προσχέδιο,στρατολόγηση,επαγωγή,πρόσληψη,ραντεβού,Εργασία,Απασχόληση,εγγραφή,εγγραφή,προσλαμβάνω
εκφόρτιση,απόλυση,απόλυση,αφαίρεση,συνταξιοδότηση,αποζημίωση απόλυσης,μπότα,αφήνω,ελευθερία,Σακί
conscript => στρατιώτης, consciousness-altering drug => Φάρμακο που αλλοιώνει τη συνείδηση, consciousness => Συνείδηση, consciously => συνειδητά, conscious => συνειδητός,