Greek Meaning of conscientious
συνειδητός
Other Greek words related to συνειδητός
- κακός
- αδίστακτος
- ανέντιμος
- Άτιμος
- κακός
- ανήθικος
- απρεπής
- αμαρτωλός
- ανήθικος
- ανήθικος
- άδικος
- Ασυνείδητος
- αναξιόπιστος
- άδικος
- Αδίστακτος
- κακός
- Φρικτός
- κατευνασμένος
- διεφθαρμένος
- εκφυλισμένος
- διεστραμμένος
- διεφθαρμένος
- κακόβουλος
- περιβόητος
- Χαμηλός
- μέση τιμή
- διεστραμμένος
- αναξιόπιστος
- κακός
- κακός
- βάση
- άδικος
- ποταπός
- άσωτος
- φαύλος
Nearest Words of conscientious
- conscience-smitten => Ενοχές
- conscienceless => χωρίς συνείδηση
- conscience money => χρήματα ενοχής
- conscience => Συνείδηση
- consanguinity => συγγένεια εξ αίματος
- consanguineous => ομόζυγος
- consanguineal => συγγενικός
- consanguine => συγγενής εξ αίματος
- conradina glabra => Conradina glabra
- conradina => Κοναραντίνα
- conscientious objector => Αρνητής στράτευσης
- conscientiously => συνειδητά
- conscientiousness => συνειδητότητα
- conscionable => ευضمώτο
- conscious => συνειδητός
- consciously => συνειδητά
- consciousness => Συνείδηση
- consciousness-altering drug => Φάρμακο που αλλοιώνει τη συνείδηση
- conscript => στρατιώτης
- conscription => στρατολόγηση
Definitions and Meaning of conscientious in English
conscientious (s)
characterized by extreme care and great effort
conscientious (a)
guided by or in accordance with conscience or sense of right and wrong
FAQs About the word conscientious
συνειδητός
characterized by extreme care and great effort, guided by or in accordance with conscience or sense of right and wrong
ηθικός,ειλικρινής,έντιμος,ηθικός,ευضمώτο,αξιοπρεπής,καλός,μόνο,Ευσυνείδητος,σεβαστός
κακός,αδίστακτος,ανέντιμος,Άτιμος,κακός,ανήθικος,απρεπής,αμαρτωλός,ανήθικος,ανήθικος
conscience-smitten => Ενοχές, conscienceless => χωρίς συνείδηση, conscience money => χρήματα ενοχής, conscience => Συνείδηση, consanguinity => συγγένεια εξ αίματος,