Greek Meaning of honorable
έντιμος
Other Greek words related to έντιμος
- αξιοπρεπής
- ηθικός
- ειλικρινής
- ευγενής
- σεβαστός
- δίκαιος
- ιπποτικός
- συνειδητός
- καλός
- άψογος
- μόνο
- ωραίο
- Ευσυνείδητος
- σεβαστός
- κατακόρυφος
- τιμημένος
- άμεμπτος
- κομψός
- ευπρεπής
- δίκαιο
- αθώος
- γενναιόδωρος
- αδιάφθορος
- ηθικός
- ευγενικός
- κατάλληλος
- αξιόπιστος
- Δίκαιος
- συνειδητός
- πρέπουσα
- στάσου
- ανέγγιχτος
- άφθαρτος
- αδιάψευστος
- ενάρετος
- ευγενικός, ευαίσθητος
- κακός
- βάση
- εγκληματίας
- ανέντιμος
- Άτιμος
- κακός
- άτιμος
- ανήθικος
- Χαμηλός
- μέση τιμή
- ποταπός
- κατακριτέος
- αμαρτωλός
- ανήθικος
- άδικος
- άδικος
- Ασυνείδητος
- άδικος
- ανάξιος
- κατηγορητέος
- άξιος μομφής
- στρεβλός
- ένοχος
- άδικος
- απατεώνας
- ατίθασος
- πονηρός
- σάπιο
- Αδίστακτος
- φαύλος
- κακός
- κακός
- αχρείος
- χρεωστικός
- κατευνασμένος
- διεφθαρμένος
- παρακμιακός
- εκφυλισμένος
- Υποβαθμισμένο
- Αποθαρρυμένος
- διεστραμμένος
- ντροπιαστικός
- ύποπτος
- διασκορπισμένος
- διεφθαρμένος
- χαλαρός
- διεστραμμένος
- διεστραμμένος
- άσωτος
- δωρολήπτης
Nearest Words of honorable
- honorable discharge => Επίτιμη απόλυση
- honorable mention => Τιμητική διάκριση
- honorableness => τιμιότητα
- honorably => εντίμως
- honorarium => τιμητική αμοιβή
- honorary => επίτιμος
- honorary degree => επίτιμος διδακτορικός τίτλος
- honorary society => Τιμητική εταιρεία
- honore balzac => Ονορέ ντε Μπαλζάκ
- honore daumier => Ονορέ Ντωμιέ
Definitions and Meaning of honorable in English
honorable (a)
not disposed to cheat or defraud; not deceptive or fraudulent
worthy of being honored; entitled to honor and respect
honorable (s)
adhering to ethical and moral principles
deserving of esteem and respect
honorable (a.)
Worthy of honor; fit to be esteemed or regarded; estimable; illustrious.
High-minded; actuated by principles of honor, or a scrupulous regard to probity, rectitude, or reputation.
Proceeding from an upright and laudable cause, or directed to a just and proper end; not base; irreproachable; fair; as, an honorable motive.
Conferring honor, or produced by noble deeds.
Worthy of respect; regarded with esteem; to be commended; consistent with honor or rectitude.
Performed or accompanied with marks of honor, or with testimonies of esteem; an honorable burial.
Of reputable association or use; respectable.
An epithet of respect or distinction; as, the honorable Senate; the honorable gentleman.
FAQs About the word honorable
έντιμος
not disposed to cheat or defraud; not deceptive or fraudulent, worthy of being honored; entitled to honor and respect, adhering to ethical and moral principles,
αξιοπρεπής,ηθικός,ειλικρινής,ευγενής,σεβαστός,δίκαιος,ιπποτικός,συνειδητός,καλός,άψογος
κακός,βάση,εγκληματίας,ανέντιμος,Άτιμος,κακός,άτιμος,ανήθικος,Χαμηλός,μέση τιμή
honor system => Σύστημα τιμής, honor killing => Έγκλημα τιμής, honor guard => τιμητική φρουρά, honor => τιμή, honolulu => Χονολουλού,