FAQs About the word unassailable

ανέγγιχτος

immune to attack; incapable of being tampered with, impossible to assail, without flaws or loopholes

άγιος,ιερός,ιερός,απαραβίαστος,προνομιούχος,προστατευμένο,καθαρός,ιερός,άθικτος,εξαιρετέος

Βλάσφημος,ασεβής,βέβηλος,ιεροσυλία

unasked-for => ανεπιθύμητη, unasked => απρόσκλητος, unashamedly => αδιάντροπα, unashamed => αναιδής, unaserved => απλήρωτος,