Greek Meaning of unassailable
ανέγγιχτος
Other Greek words related to ανέγγιχτος
Nearest Words of unassailable
- unassailably => αδιαμφισβήτητος
- unassented => μη αποδεχτεί
- unassertive => μη διεκδικητικός
- unassertively => διστακτικά
- unassertiveness => Έλλειψη διεκδικητικότητας
- unassignable => μη εκχωρήσιμος
- unassigned => Μη εκχωρημένος
- unassisted => (δεν υποβοηθούνται)
- unassuaged => απαραμύθητος
- unassuming => μετριόφρων
Definitions and Meaning of unassailable in English
unassailable (s)
immune to attack; incapable of being tampered with
impossible to assail
without flaws or loopholes
FAQs About the word unassailable
ανέγγιχτος
immune to attack; incapable of being tampered with, impossible to assail, without flaws or loopholes
άγιος,ιερός,ιερός,απαραβίαστος,προνομιούχος,προστατευμένο,καθαρός,ιερός,άθικτος,εξαιρετέος
Βλάσφημος,ασεβής,βέβηλος,ιεροσυλία
unasked-for => ανεπιθύμητη, unasked => απρόσκλητος, unashamedly => αδιάντροπα, unashamed => αναιδής, unaserved => απλήρωτος,