Greek Meaning of irreverent
ασεβής
Other Greek words related to ασεβής
Nearest Words of irreverent
- irreverently => ασέβεια
- irreversibility => μη αναστρεψιμότητα
- irreversible => μη αναστρέψιμο
- irreversible process => μη αντιστρεπτή διαδικασία
- irreversible steering gear => Μη αντιστρέψιμος μηχανισμός διεύθυνσης
- irreversibleness => Aναστρεψιμότητα.
- irreversibly => μη αναστρέψιμα
- irrevocability => ανέκκλητο
- irrevocable => αμετάκλητος
- irrevocably => αμετάκλητα
Definitions and Meaning of irreverent in English
irreverent (a)
showing lack of due respect or veneration
irreverent (s)
characterized by a lightly pert and exuberant quality
not revering god
irreverent (a.)
Not reverent; showing a want of reverence; expressive of a want of veneration; as, an irreverent babbler; an irreverent jest.
FAQs About the word irreverent
ασεβής
showing lack of due respect or veneration, characterized by a lightly pert and exuberant quality, not revering godNot reverent; showing a want of reverence; exp
αθεϊστικός,άθεος,Βλάσφημος,ασεβής,ιεροσυλία,κοσμικός,αγνωστικιστής,αιρετικός,αιρετικός,αδιάφορος προς τη θρησκεία
άγιος,ευσεβής,θρησκευτικός,ευλαβικός,ευλαβής,ευσεβής,προσευχητικός,ιερός,άγιος,άγιος
irreverend => αναιδής, irreverence => ασέβεια, irrevealable => αποκαλυπτικός, irreturnable => μη επιστρεφόμενο, irretrievably => ανεπανόρθωτα,