Greek Meaning of religionless
άθρησκος
Other Greek words related to άθρησκος
Nearest Words of religionless
- religiosity => θρησκευτικότητα
- religious => θρησκευτικός
- religious belief => Θρησκευτικό δόγμα
- religious ceremony => θρησκευτική τελετή
- religious cult => θρησκευτικό τάγμα
- religious doctrine => Θρησκευτικό δόγμα
- religious festival => Θρησκευτική γιορτή
- religious holiday => θρησκευτική εορτή
- religious leader => Θρησκευτικός ηγέτης
- religious movement => Θρησκευτικό κίνημα
Definitions and Meaning of religionless in English
religionless (a.)
Destitute of religion.
FAQs About the word religionless
άθρησκος
Destitute of religion.
αθεϊστικός,άθεος,Άθεος,αδιάφορος προς τη θρησκεία,μη θρησκευόμενος,ειδωλολάτρης,άκληρος,κοσμικός,Άθρησκος,αγνωστικιστής
άγιος,ευσεβής,θρησκευτικός,ευλαβής,ευσεβής,προσευχητικός,ευλαβικός,ιερός,άγιος,άγιος
religionize => θρησκευτικός, religionist => θρησκευόμενος, religionism => θρησκειοκρατία, religioner => θρησκείες, religionary => θρησκευτικό,