Greek Meaning of sanctimonious
υποκριτής
Other Greek words related to υποκριτής
- άνευ σημασίας
- ευσεβής
- ύπουλα
- κεκλιμένος
- προσχηματικός
- ανέντιμος
- διπλό
- ψεύτικος
- προσποιημένος
- εξαναγκαστικός
- καλός
- καθωφόρος
- κούφιος
- Ανανδρος
- μηχανικό
- ηθικολογικός
- φαρισαϊκός
- ψεύτικος
- ψεύτικη
- Αυτοδικαιωμαικός
- γνήσιος
- τεταμένος
- επιφανειακός
- λιπαρός
- ΨΕΥΔΕΣ
- πληγμένος
- τεχνητός
- υποθετικός
- ψεύτικος
- ανοησίες
- πλαστό
- Δολερός
- ύπουλος
- Διπλωματία
- Διπρόσωπος
- άδειος
- ειρωνικός
- εύκολος
- εύγλωττος
- διπρόσωπος
- μιλάω
- αστείος, ειρωνικός
- Αριστερόχειρας
- χείλος
- αλευρώδης
- μελόδραμα
- προσποιημένος
- βάζω
- απάτη
- εξομοιωμένο
- ειρωνικός
- Δίπρόσωπος
- αφύσικος
- ψευδής
- Πεκνιφιανός
- μαλακίες
- ψεύτικος-μαϊμού
- ευθύς
Nearest Words of sanctimonious
Definitions and Meaning of sanctimonious in English
sanctimonious (s)
excessively or hypocritically pious
sanctimonious (a.)
Possessing sanctimony; holy; sacred; saintly.
Making a show of sanctity; affecting saintliness; hypocritically devout or pious.
FAQs About the word sanctimonious
υποκριτής
excessively or hypocritically piousPossessing sanctimony; holy; sacred; saintly., Making a show of sanctity; affecting saintliness; hypocritically devout or pio
άνευ σημασίας,ευσεβής,ύπουλα,κεκλιμένος,προσχηματικός,ανέντιμος,διπλό,ψεύτικος,προσποιημένος,εξαναγκαστικός
ατέχναστος,ειλικρινής,γνήσιος,εγκάρδιος,ειλικρινής,ειλικρινής,ειλικρινής,άμεσο,ειλικρινής,ειλικρινής
sanctimonial => θρησκόληπτος, sanctiloquent => ιερογλωσσία, sanctifyingly => (noun) καθαγιαστικός, (adjective) Καθαγιαστικά, sanctifying => αγιασμένος, sanctify => αγιάζω,