Greek Meaning of sanctimonious

υποκριτής

Other Greek words related to υποκριτής

Definitions and Meaning of sanctimonious in English

Wordnet

sanctimonious (s)

excessively or hypocritically pious

Webster

sanctimonious (a.)

Possessing sanctimony; holy; sacred; saintly.

Making a show of sanctity; affecting saintliness; hypocritically devout or pious.

FAQs About the word sanctimonious

υποκριτής

excessively or hypocritically piousPossessing sanctimony; holy; sacred; saintly., Making a show of sanctity; affecting saintliness; hypocritically devout or pio

άνευ σημασίας,ευσεβής,ύπουλα,κεκλιμένος,προσχηματικός,ανέντιμος,διπλό,ψεύτικος,προσποιημένος,εξαναγκαστικός

ατέχναστος,ειλικρινής,γνήσιος,εγκάρδιος,ειλικρινής,ειλικρινής,ειλικρινής,άμεσο,ειλικρινής,ειλικρινής

sanctimonial => θρησκόληπτος, sanctiloquent => ιερογλωσσία, sanctifyingly => (noun) καθαγιαστικός, (adjective) Καθαγιαστικά, sanctifying => αγιασμένος, sanctify => αγιάζω,