Greek Meaning of sanction
κυρώσεις
Other Greek words related to κυρώσεις
- εξουσιοδότηση
- συγκατάθεση
- Άδεια
- Πιστοποίηση
- επίδομα
- κάθαρση
- Ανταγωνισμός
- παραχώρηση
- πράσινο φως
- αφήνω
- άδεια
- άδεια
- άδεια
- Υπογραφή
- ένταλμα
- αποδοχή
- αποδοχή
- συμφωνία
- συγκατάθεση
- Πιστοποίηση
- παραχώρηση
- επιχορήγηση
- Αυθέντευση
- ελευθερία
- εντάξει
- περάσει
- δίπλωμα ευρεσιτεχνίας
- φώκια
- Γραμματόσημο
- δυστυχία
- ανεκτικότητα
- ανοχή
Nearest Words of sanction
- sanctimony => Αγιοφάνεια
- sanctimoniousness => ευσέβεια ** _
- sanctimoniously => Ενθουσιωδώς
- sanctimonious => υποκριτής
- sanctimonial => θρησκόληπτος
- sanctiloquent => ιερογλωσσία
- sanctifyingly => (noun) καθαγιαστικός, (adjective) Καθαγιαστικά
- sanctifying => αγιασμένος
- sanctify => αγιάζω
- sanctifier => αγιαστής
Definitions and Meaning of sanction in English
sanction (n)
formal and explicit approval
a mechanism of social control for enforcing a society's standards
official permission or approval
the act of final authorization
sanction (v)
give sanction to
give authority or permission to
give religious sanction to, such as through on oath
sanction (n.)
Solemn or ceremonious ratification; an official act of a superior by which he ratifies and gives validity to the act of some other person or body; establishment or furtherance of anything by giving authority to it; confirmation; approbation.
Anything done or said to enforce the will, law, or authority of another; as, legal sanctions.
sanction (v. t.)
To give sanction to; to ratify; to confirm; to approve.
FAQs About the word sanction
κυρώσεις
formal and explicit approval, a mechanism of social control for enforcing a society's standards, official permission or approval, the act of final authorization
εξουσιοδότηση,συγκατάθεση,Άδεια,Πιστοποίηση,επίδομα,κάθαρση,Ανταγωνισμός,παραχώρηση,πράσινο φως,αφήνω
άρνηση,Απαγόρευση,Απαγόρευση,άρνηση,απόρριψη,ανάκληση,εξαίρεση,απαγόρευση,απαγόρευση,καταστολή
sanctimony => Αγιοφάνεια, sanctimoniousness => ευσέβεια ** _ , sanctimoniously => Ενθουσιωδώς, sanctimonious => υποκριτής, sanctimonial => θρησκόληπτος,