Greek Meaning of green-light

πράσινο φως

Other Greek words related to πράσινο φως

Definitions and Meaning of green-light in English

Wordnet

green-light (n)

a signal to proceed

permission to proceed with a project or to take action

green-light

authority or permission to proceed

FAQs About the word green-light

πράσινο φως

a signal to proceed, permission to proceed with a project or to take actionauthority or permission to proceed

επιτρέψω,έχω,άδεια,ομολογώ,εξουσιοδοτώ,επιχορήγηση,άδεια,κυρώσεις,σημαίνει,υποφέρνω

απαγόρευση,αρνούμαι,επιτάσσω,απαγορεύω,εμποδίζω,εμποδίζω,εμποδίζω,απαγορεύω,αρνούμαι,απορρίπτω

greenhorns => αρχάριοι, greenbacks => τα χαρτονομίσματα, green with envy => Πράσινος από τη ζήλια, green snakes => πράσινα φίδια, greatheartedness => μεγαλοκαρδία,