Greek Meaning of grew (in)

μεγάλωσε (σε)

Other Greek words related to μεγάλωσε (σε)

Definitions and Meaning of grew (in) in English

grew (in)

No definition found for this word.

FAQs About the word grew (in)

μεγάλωσε (σε)

κατασκευασμένος,κέρδισε,συλλεγμένοι,διπλασιασμένος (σε),παραλαβή,αποπληρωθέντα,συσσωρευμένος,Συγκεντρώθηκε,Υψηλός,βελτιωμένο

μειωμένος (σε),έπεσε (σε),χαμένος,αρνήθηκε (σε),Περιλαμβάνεται,Κωνικός,μειώθηκε,βουτηγμένο,συρρικνώθηκε,λιγότερο

gremlins => γκρέμλινς, greetings => Χαιρετισμοί, greeting(s) => Χαιρετισμός, greenwoods => Γκρίνγουντς, greenswards => χλοοτάπητες,