Greek Meaning of tripled (in)

τριπλασιασμένος (σε)

Other Greek words related to τριπλασιασμένος (σε)

Definitions and Meaning of tripled (in) in English

tripled (in)

No definition found for this word.

FAQs About the word tripled (in)

τριπλασιασμένος (σε)

διπλασιασμένος (σε),μεγάλωσε (σε),αποπληρωθέντα,κατασκευασμένος,κέρδισε,συσσωρευμένος,Συγκεντρώθηκε,Υψηλός,βελτιωμένο,διευρυμένο

μειωμένος (σε),χαμένος,αρνήθηκε (σε),Περιλαμβάνεται,έπεσε (σε),μειώθηκε,βουτηγμένο,συρρικνώθηκε,λιγότερο,Κωνικός

triple (in) => τριπλό (σε), triplane => τριπλάνο, trinkets => Μπιχλιμπίδια, trinketries => μπιχλιμπίδια, trims => στολίδια,