Greek Meaning of dwindled

συρρικνώθηκε

Other Greek words related to συρρικνώθηκε

Definitions and Meaning of dwindled in English

Webster

dwindled (imp. & p. p.)

of Dwindle

FAQs About the word dwindled

συρρικνώθηκε

of Dwindle

μειωμένος,ελαττωμένος,μειωμένη,μειώθηκε,βαθούλωμα,εξαντλημένος,έπεσε,ανακουφισμένος,λιγότερο,μειωμένος

ενισχυμένοι,Ενισχυμένο,ενισχυμένο,διευρυμένο,επεκταθεί,αυξημένος,ανυψωμένο,πρησμένος,κλιμακωθείς,μεγαλοποιημένος

dwindle down => μειώνω, dwindle away => μειώνονται, dwindle => μειώνω, dwight lyman moody => Ντουάιτ Λάιμαν Μούντι, dwight filley davis => Dwight Filley Davis,