FAQs About the word clipped

ψαλιδισμένο

cut or trimmed by clipping, (of speech) having quick short soundsof Clip

κόβω,ξυρισμένος,κομμένος,κομμένος,κουρεμένος,περικομμένος,μείωση,ελλιμενισμένο,κομμένο (από),χορτοκομμένο

διευρυμένο,επιμήκης,επιμήκης

clip-on => κλιπ, clip-clop => τακ τακ, clipboard => πρόχειρο, clip lead => Στιλέτο σύρμα, clip joint => Κομμωτήριο,