Greek Meaning of clipped
ψαλιδισμένο
Other Greek words related to ψαλιδισμένο
Nearest Words of clipped
Definitions and Meaning of clipped in English
clipped (s)
cut or trimmed by clipping
(of speech) having quick short sounds
clipped (imp. & p. p.)
of Clip
FAQs About the word clipped
ψαλιδισμένο
cut or trimmed by clipping, (of speech) having quick short soundsof Clip
κόβω,ξυρισμένος,κομμένος,κομμένος,κουρεμένος,περικομμένος,μείωση,ελλιμενισμένο,κομμένο (από),χορτοκομμένο
διευρυμένο,επιμήκης,επιμήκης
clip-on => κλιπ, clip-clop => τακ τακ, clipboard => πρόχειρο, clip lead => Στιλέτο σύρμα, clip joint => Κομμωτήριο,