Greek Meaning of manicured

περιποιημένος

Other Greek words related to περιποιημένος

Definitions and Meaning of manicured in English

Webster

manicured (imp. & p. p.)

of Manicure

FAQs About the word manicured

περιποιημένος

of Manicure

χτενισμένο,καλλωπισμένος,σχολαστικός,Περιποιημένος,προσεκτικός,καθαρισμένος,απαιτητικός,επιλεκτικός,επιλεκτικός,μεθοδικός

μαυρισμένος,χαοτικός,ακατάστατο,μπερδεμένος,αποδιοργανωμένος,ακατάστατος,αχτένιστος,ατημέλητος,ακατάστατος,ακατάστατη

manicure set => Σετ μανικιούρ, manicure => Μανικιούρ, manicotti => Μανικοτι, maniclike => μανιακός, manichordon => μονόχορδο,