Greek Meaning of hygienic

υγιεινός

Other Greek words related to υγιεινός

Definitions and Meaning of hygienic in English

Wordnet

hygienic (s)

tending to promote or preserve health

Webster

hygienic (a.)

Of or pertaining to health or hygiene; sanitary.

FAQs About the word hygienic

υγιεινός

tending to promote or preserve healthOf or pertaining to health or hygiene; sanitary.

υγειονομικός,στείρος,αντιβιοτικό,ασηπτικός,Καθαρός,αποστειρωμένο <br>,Αντιβακτηριακός,αντισηπτικό,επωφελής,Βακτηριοκτόνο

Βρόμικος,μεταδοτικός,ανθυγιεινός,παθογόνος,δηλητηριώδης,τοξικός,Ακάθαρτος,ανθυγιεινός,μη υγιεινός,αγκαθωτός

hygieist => οδοντοϋγιεινολόγος, hygeist => υγιεινιστής, hygeian => υγιεινός, hygeia => Ὑγίεια, hyetology => Υετολογία,