Greek Meaning of pathogenic
παθογόνος
Other Greek words related to παθογόνος
Nearest Words of pathogenic
- pathogenically => παθογόνο
- pathogeny => παθογένεση
- pathognomonic => παθογνωμικός
- pathognomy => Παθογνωμία
- pathologic => παθολογικός
- pathologic process => παθολογική διαδικασία
- pathological => παθολογικός
- pathological process => Παθολογική διαδικασία
- pathological state => Παθολογική κατάσταση
- pathologically => παθολογικά
Definitions and Meaning of pathogenic in English
pathogenic (s)
able to cause disease
pathogenic (a.)
Of or pertaining to pathogeny; producting disease; as, a pathogenic organism; a pathogenic bacterium.
FAQs About the word pathogenic
παθογόνος
able to cause diseaseOf or pertaining to pathogeny; producting disease; as, a pathogenic organism; a pathogenic bacterium.
μεταδοτικός,επιβλαβής,επιβλαβές,μεταδοτικός,μολυσματικός,Κακοήθης,λοιμικός,δηλητηριώδης,τοξικός,δηλητηριώδης
επωφελής,καλοήθης,θεραπευτικός,ακίνδυνος,υγιής,υγιής,χρήσιμος,μη τοξικό,παρηγορητικό,διορθωτικός
pathogenetic => παθογόνος, pathogenesis => παθογένεια, pathogene => Παθογόνο, pathogen => Παθογόνος παράγοντας, pathmaker => μονοπάτι,