Greek Meaning of remedial
διορθωτικός
Other Greek words related to διορθωτικός
Nearest Words of remedial
- remediable => Επιδιορθώσιμο
- remede => φάρμακο
- remeasure => επαναμέτρηση
- remeant => δεν το εννοούσε
- remean => σημαίνει ξανά
- reme => Ρέμι
- rembrandtesque => ρεμπραντικό
- rembrandt van ryn => Ρέμπραντ βαν Ράιν
- rembrandt van rijn => Ρέμπραντ φαν Ράιν
- rembrandt harmensz van rijn => Ρέμπραντ Χάρμενς φαν Ρέιν
Definitions and Meaning of remedial in English
remedial (s)
tending or intended to rectify or improve
tending to cure or restore to health
remedial (a.)
Affording a remedy; intended for a remedy, or for the removal or abatement of an evil; as, remedial treatment.
FAQs About the word remedial
διορθωτικός
tending or intended to rectify or improve, tending to cure or restore to healthAffording a remedy; intended for a remedy, or for the removal or abatement of an
επωφελής,Διπλωματικός,μεταρρυθμιστικός,τροποποιητικός,θεραπευτικός,φαρμακευτικός,διορθωτική,αναμορφωτήριο,επανορθωτικό,επανορθωτικός
επιζήμιος,επιβλαβής,επιζήμιος,επιβλαβής,επιζήμιος,δηλητηριώδης,τοξικός,ανθυγιεινό,ανθυγιεινός,ανθυγιεινό
remediable => Επιδιορθώσιμο, remede => φάρμακο, remeasure => επαναμέτρηση, remeant => δεν το εννοούσε, remean => σημαίνει ξανά,