Greek Meaning of remedy
φάρμακο
Other Greek words related to φάρμακο
- θεραπεία
- φάρμακο
- Φαρμακευτική αγωγή
- φαρμακευτικός
- Ιατρική
- αντιβιοτικό
- Φάρμακο
- φαρμακευτικός
- Φυσική
- χάπι
- Φίλτρο
- συνταγή
- συγκεκριμένος
- αντισηπτικό
- βοτανικός
- καπέλο
- κάψουλα
- πανάκεια
- ένεση
- λινιμέντο
- Λοσιόν
- Θαυματουργό φάρμακο
- γιατρικό της γιαγιάς
- αλοιφή
- πανάκεια
- Φάρμακο με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας
- κατάπλασμα
- Φάρμακο συνταγής
- καθαρτικό
- αλοιφή
- ορός
- Σιρόπι
- Σιρόπι
- δισκίο
- Βάμμα
- Τονωτικό
- Θαυματουργό φάρμακο
Nearest Words of remedy
Definitions and Meaning of remedy in English
remedy (n)
act of correcting an error or a fault or an evil
a medicine or therapy that cures disease or relieve pain
remedy (v)
set straight or right
provide relief for
remedy (n.)
That which relieves or cures a disease; any medicine or application which puts an end to disease and restores health; -- with for; as, a remedy for the gout.
That which corrects or counteracts an evil of any kind; a corrective; a counteractive; reparation; cure; -- followed by for or against, formerly by to.
The legal means to recover a right, or to obtain redress for a wrong.
To apply a remedy to; to relieve; to cure; to heal; to repair; to redress; to correct; to counteract.
FAQs About the word remedy
φάρμακο
act of correcting an error or a fault or an evil, a medicine or therapy that cures disease or relieve pain, set straight or right, provide relief forThat which
θεραπεία,φάρμακο,Φαρμακευτική αγωγή,φαρμακευτικός,Ιατρική,αντιβιοτικό,Φάρμακο,φαρμακευτικός,Φυσική,χάπι
επιδεινώνω,χειροτερεύει,διαγνώσω λανθασμένα,Yπερδιαγιγνώσκω,Υποδιάγνωση
remediless => αθεράπευτος, remedies => θεραπευτικά μέσα, remedied => Διορθωμένο, remediation => Αποκατάσταση, remediate => Αποκαθιστώ,