Greek Meaning of remeasure
επαναμέτρηση
Other Greek words related to επαναμέτρηση
Nearest Words of remeasure
Definitions and Meaning of remeasure in English
remeasure (v. t.)
To measure again; to retrace.
FAQs About the word remeasure
επαναμέτρηση
To measure again; to retrace.
μετρητής,μετρητής,Αλλάζω την υδραυλική εγκατάσταση,κλίμακα,άνοιγμα,οργυιά,κατακόρυφος,ήχος
No antonyms found.
remeant => δεν το εννοούσε, remean => σημαίνει ξανά, reme => Ρέμι, rembrandtesque => ρεμπραντικό, rembrandt van ryn => Ρέμπραντ βαν Ράιν,