Greek Meaning of purgative
καθαρτικό
Other Greek words related to καθαρτικό
- φάρμακο
- φάρμακο
- καθαρτικός
- θεραπεία
- Φάρμακο
- Φαρμακευτική αγωγή
- φαρμακευτικός
- Ιατρική
- γιατρικό της γιαγιάς
- πανάκεια
- Φυσική
- χάπι
- συνταγή
- δισκίο
- Τονωτικό
- αντιβιοτικό
- αντισηπτικό
- βοτανικός
- φιλικός
- πανάκεια
- Θαυματουργό φάρμακο
- Φάρμακο με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας
- φαρμακευτικός
- Φίλτρο
- Φάρμακο συνταγής
- ορός
- Σιρόπι
- συγκεκριμένος
- Σιρόπι
- Βάμμα
- Θαυματουργό φάρμακο
Nearest Words of purgative
Definitions and Meaning of purgative in English
purgative (n)
a purging medicine; stimulates evacuation of the bowels
purgative (s)
strongly laxative
FAQs About the word purgative
καθαρτικό
a purging medicine; stimulates evacuation of the bowels, strongly laxative
φάρμακο,φάρμακο,καθαρτικός,θεραπεία,Φάρμακο,Φαρμακευτική αγωγή,φαρμακευτικός,Ιατρική,γιατρικό της γιαγιάς,πανάκεια
No antonyms found.
purgation => κάθαρση, pureness => {καθαρότητα}, purely => αποκλειστικά, puree => πουρές, purebred => καθαρόαιμος,