Greek Meaning of sirup
Σιρόπι
Other Greek words related to Σιρόπι
Nearest Words of sirup
Definitions and Meaning of sirup in English
sirup (n)
a thick sweet sticky liquid
sirup (n.)
Alt. of Syrup
FAQs About the word sirup
Σιρόπι
a thick sweet sticky liquidAlt. of Syrup
Μπάθος,συναίσθημα,ιξώδες,Γλυκότητα,Συναισθηματισμός,συναισθηματισμός,συναισθηματικότητα,Καλαμπόκι,έρωτας,συναισθηματισμός
Κυνισμός,πείσμα,Σκληροκαρδία
sirt => κύριος, sirrah => κύριε, siroccos => Σιρόκος, sirocco => σιρόκος, siroc => σιρόκος,