Greek Meaning of hard-heartedness

Σκληροκαρδία

Other Greek words related to Σκληροκαρδία

Definitions and Meaning of hard-heartedness in English

hard-heartedness

unfeeling sense 2, pitiless, lacking in sympathetic understanding

FAQs About the word hard-heartedness

Σκληροκαρδία

unfeeling sense 2, pitiless, lacking in sympathetic understanding

απάθεια,Αδιαφορία,κρύο,σκληρότητα,σκληρότητα,απαρέγκλιτη αταραξία,αταραξία,Αναλγησία,πείσμα,κενότητα

Συμπόνια,συναίσθημα,ενσυναίσθηση,συναίσθημα,Οίκτος,Ευαισθησία,ευαισθησία,συμπάθεια,κατανόηση,υστερία

hard-heartedly => σκληρόκαρδα, hardheadedness => πείσμα, hardhandedness => Σκληρόχειρες, hardhanded => σκληροχέρης, hard-eyed => σκληρός βλέμμα,