Greek Meaning of sensibility
Ευαισθησία
Other Greek words related to Ευαισθησία
- αισθητικός
- προσέγγιση
- στάση
- μέθοδος
- μυαλό
- γνώμη
- προοπτική
- στυλ
- Τεχνική
- γωνία
- πίστη
- πεποίθηση
- έκφραση
- μόδα
- χιούμορ
- κρίση
- κρίση
- τρόπος
- Μεθοδολογία
- νοοτροπία
- έννοια
- προοπτική
- πειθώ
- συναίσθημα
- κλίση
- σκοπιά
- στρατηγική
- Σύστημα
- τακτική
- τόνος
- προβολή
- Σκοπιά
- Χαρακτήρας
- ζητωκραυγές
- διάθεση
- συναίσθημα
- συναίσθημα
- φόρμα
- πλαίσιο
- δημητριακά
- συνήθεια
- καρδιά
- πώς
- ταυτότητα
- κλίση
- ατομικότητα
- μακιγιάζ
- λειτουργία
- φύση
- πάθος
- προσωπικότητα
- συνταγή
- Εαυτός
- ρύθμιση
- πνεύμα
- καταπόνηση
- καρφίτσα
- ταμπεραμέντο
- ιδιοσυγκρασία
- φλέβα
- τρόπος
Nearest Words of sensibility
Definitions and Meaning of sensibility in English
sensibility (n)
mental responsiveness and awareness
refined sensitivity to pleasurable or painful impressions
(physiology) responsiveness to external stimuli; the faculty of sensation
sensibility (n.)
The quality or state of being sensible, or capable of sensation; capacity to feel or perceive.
The capacity of emotion or feeling, as distinguished from the intellect and the will; peculiar susceptibility of impression, pleasurable or painful; delicacy of feeling; quick emotion or sympathy; as, sensibility to pleasure or pain; sensibility to shame or praise; exquisite sensibility; -- often used in the plural.
Experience of sensation; actual feeling.
That quality of an instrument which makes it indicate very slight changes of condition; delicacy; as, the sensibility of a balance, or of a thermometer.
FAQs About the word sensibility
Ευαισθησία
mental responsiveness and awareness, refined sensitivity to pleasurable or painful impressions, (physiology) responsiveness to external stimuli; the faculty of
αισθητικός,προσέγγιση,στάση,μέθοδος,μυαλό,γνώμη,προοπτική,στυλ,Τεχνική,γωνία
πυκνότητα,αδιαφορία,ανία,αμέλεια,βλακεία,Άγνοια,Ανία,μωρία,ηλιθιότητα,ανορθολογισμός
sensibilities => Ευαισθησίες, sensibilise => ευαισθητοποιώ, sensery => αισθητηριακός, senselessness => ανοησία, senselessly => ανόητα,