Greek Meaning of personality
προσωπικότητα
Other Greek words related to προσωπικότητα
- Διασημότητα
- αστέρι
- Cause célèbre
- διασημότητα
- άξιοπρόσωπο
- σχήμα
- ήρωας
- εικονίδιο
- Εικονίδιο
- φως
- φωτιστικό
- μεγαλοστάρ (megalostár)
- όνομα
- αξιοσημείωτο
- αξιοσημείωτος
- Φήμη
- Πρόσωπο
- κάποιος
- εξαιρετικό
- Σούπερ σταρ
- VIP
- βαρόνος
- μεγαλοπετσώτης
- Ημίθεος
- Ο eminence
- αγαπημένος
- Κατακτητής
- είδωλο
- αθάνατος
- μεγιστάνας
- μεγιστάνας
- μνημείο
- νάβαβος
- κίονας
- άξιος
Nearest Words of personality
- personalities => προσωπικότητες
- personalism => προσωπικισμός
- personalised => εξατομικευμένη
- personalise => εξατομικεύω
- personal representative => Προσωπικός αντιπρόσωπος
- personal relationship => προσωπική σχέση
- personal relation => Προσωπικές σχέσεις
- personal property => Προσωπική περιουσία
- personal pronoun => Προσωπική αντωνυμία
- personal organizer => Προσωπικός διοργανωτής
- personality assessment => Αξιολόγηση της προσωπικότητας
- personality disorder => διαταραχή προσωπικότητας
- personality inventory => Απογραφή προσωπικότητας
- personality test => Τεστ προσωπικότητας
- personalize => εξατομικεύω
- personalized => εξατομικευμένη
- personalizing => εξατομικεύοντας
- personally => προσωπικά
- personalty => Προσωπικότητα
- personate => προσποιούμαι
Definitions and Meaning of personality in English
personality (n)
the complex of all the attributes--behavioral, temperamental, emotional and mental--that characterize a unique individual
a person of considerable prominence
personality (n.)
That which constitutes distinction of person; individuality.
Something said or written which refers to the person, conduct, etc., of some individual, especially something of a disparaging or offensive nature; personal remarks; as, indulgence in personalities.
That quality of a law which concerns the condition, state, and capacity of persons.
FAQs About the word personality
προσωπικότητα
the complex of all the attributes--behavioral, temperamental, emotional and mental--that characterize a unique individual, a person of considerable prominenceTh
Διασημότητα,αστέρι,Cause célèbre,διασημότητα,άξιοπρόσωπο,σχήμα,ήρωας,εικονίδιο,Εικονίδιο,φως
παρωχημένος,κανείς,ελαφρύ,μετριότητα,μη-διασημότητα
personalities => προσωπικότητες, personalism => προσωπικισμός, personalised => εξατομικευμένη, personalise => εξατομικεύω, personal representative => Προσωπικός αντιπρόσωπος,