Greek Meaning of dignitary
άξιοπρόσωπο
Other Greek words related to άξιοπρόσωπο
- Διασημότητα
- Ο eminence
- ήρωας
- μνημείο
- όνομα
- προσωπικότητα
- κίονας
- αστέρι
- άξιος
- cause célèbre
- διασημότητα
- Ημίθεος
- εικονίδιο
- αθάνατος
- φως
- φωτιστικό
- μεγαλοστάρ (megalostár)
- αξιοσημείωτο
- αξιοσημείωτος
- Φήμη
- Πρόσωπο
- κάποιος
- Σούπερ σταρ
- VIP
- βαρόνος
- μεγαλοπετσώτης
- Cause célèbre
- αγαπημένος
- σχήμα
- είδωλο
- Εικονίδιο
- καχούνα
- μεγιστάνας
- μεγιστάνας
- νάβαβος
- παντζαντράμ
- εξαιρετικό
Nearest Words of dignitary
Definitions and Meaning of dignitary in English
dignitary (n)
an important or influential (and often overbearing) person
dignitary (n.)
One who possesses exalted rank or holds a position of dignity or honor; especially, one who holds an ecclesiastical rank above that of a parochial priest or clergyman.
FAQs About the word dignitary
άξιοπρόσωπο
an important or influential (and often overbearing) personOne who possesses exalted rank or holds a position of dignity or honor; especially, one who holds an e
Διασημότητα,Ο eminence,ήρωας,μνημείο,όνομα,προσωπικότητα,κίονας,αστέρι,άξιος,cause célèbre
παρωχημένος,ελαφρύ,μετριότητα,κανείς
dignitaries => αξιωματούχοι, dignifying => αξιοπρεπές, dignify => ανεβάζω στην τάξη, dignified => αξιοπρεπής, dignification => αξιοπρέπεια,