Greek Meaning of has-been
παρωχημένος
Other Greek words related to παρωχημένος
Nearest Words of has-been
Definitions and Meaning of has-been in English
has-been (n)
someone who is no longer popular
FAQs About the word has-been
παρωχημένος
someone who is no longer popular
δεινόσαυρος,λείψανο,συντηρητικός,ξεπερασμένος,απολίθωμα,παλιός,Ντόντο,κουραστικός,συντηρητικός,συντηρητικός
τρώω,Ανατέλλον άστρο,πολλά υποσχόμενος
hasard => τύχη, has => έχει, hary => Χάρι, harvey wallbanger => Χάρβεϊ Γουόλμπανγκερ, harvey process => Η διαδικασία Χάρβεϊ,