Greek Meaning of comer

τρώω

Other Greek words related to τρώω

Definitions and Meaning of comer in English

Wordnet

comer (n)

someone with a promising future

someone who arrives (or has arrived)

FAQs About the word comer

τρώω

someone with a promising future, someone who arrives (or has arrived)

αφιχθεί,καιροσκόπος,νεόπλουτος,αναρριχητής,εξερευνητής,Νουβορείκ,σνομπ,Κοινωνικός αναρριχητής,Πλούσιος καπιταλιστής,πλούσιος

βραδυκίνητος,τεμπέλης,τεμπέλης,Ξαπλώστρα,αναβλητικός,κωλοβάρελος,τεμπέλης,τεμπελιάρης,φαρσέρ,ονειροπόλος

come-on => έλα, comenius => Κομένιος, comely => όμορφο, comeliness => ομορφιά, comedy ballet => Κωμωδία μπαλέτου,