Greek Meaning of fat-cat
Πλούσιος καπιταλιστής
Other Greek words related to Πλούσιος καπιταλιστής
- άπορος
- άπορος
- φτωχοποιημένος
- φτωχός
- φτωχός
- Χωρίς δεκάρα
- άπορος
- φτωχός
- Χρεωκοπία
- Χρεοκοπημενος
- στερημένος
- μειονεκτούντες
- από το χέρι στο στόμα
- χρεωμένος
- αφερέγγυος
- φτωχός
- κατεστραμμένος
- Υποβαθμισμένος
- χρεοκοπημένος
- ζητιάνος
- καταθλιπτικός
- Χαμηλός
- εμπερίστατος
- τσιμπημένο
- μειωμένη
- κοντός
- Χωρίς λεφτά
- στενεμένος
- άπορος
Nearest Words of fat-cat
Definitions and Meaning of fat-cat in English
fat-cat (n)
a wealthy and privileged person
fat-cat
a lethargic complacent person, big shot, a wealthy and privileged person, a wealthy contributor to a political campaign fund
FAQs About the word fat-cat
Πλούσιος καπιταλιστής
a wealthy and privileged persona lethargic complacent person, big shot, a wealthy and privileged person, a wealthy contributor to a political campaign fund
Ευκατάστατοι,πλούσιος,πλούσιος,λίπος,εύπορος,πλούσιος,πολυτελής,μεταξωτή κάλτσα,επιτυχής,ευκατάστατος
άπορος,άπορος,φτωχοποιημένος,φτωχός,φτωχός,Χωρίς δεκάρα,άπορος,φτωχός,Χρεωκοπία,Χρεοκοπημενος
fat cats => χοντρές γάτες, fast-tracks => γρήγορα μονοπάτια, fast-tracking => επιτάχυνση, fast-tracked => επιταχυνόμενη, fast-track => γρήγορη λωρίδα,