Greek Meaning of propertied
εύπορος
Other Greek words related to εύπορος
- στερημένος
- άπορος
- μειονεκτούντες
- άπορος
- φτωχοποιημένος
- φτωχός
- φτωχός
- Χωρίς δεκάρα
- άπορος
- φτωχός
- Χρεωκοπία
- Χρεοκοπημενος
- καταθλιπτικός
- από το χέρι στο στόμα
- χρεωμένος
- αφερέγγυος
- εμπερίστατος
- φτωχός
- μειωμένη
- κατεστραμμένος
- Υποβαθμισμένος
- χρεοκοπημένος
- ζητιάνος
- Χαμηλός
- τσιμπημένο
- κοντός
- Χωρίς λεφτά
- στενεμένος
- άπορος
Nearest Words of propertied
- property => ιδιοκτησία
- property line => γραμμή ιδιοκτησίας
- property man => Υπεύθυνος εξοπλισμού
- property master => σκηνογράφος
- property owner => Ιδιοκτήτης ακινήτου
- property right => Δικαίωμα ιδιοκτησίας
- property settlement => διακανονισμός περιουσίας
- property tax => Φόρος ακινήτων
- propertyless => άπορος
- property-owning => Κατοχή ακινήτου
Definitions and Meaning of propertied in English
propertied (s)
owning land or securities as a principal source of revenue
FAQs About the word propertied
εύπορος
owning land or securities as a principal source of revenue
Ευκατάστατοι,καλύτερα,άνετος,εύπορος,πλούσιος,Ευημερούσα,πλούσιος,ουσιαστικός,επιτυχής,πλούσιος
στερημένος,άπορος,μειονεκτούντες,άπορος,φτωχοποιημένος,φτωχός,φτωχός,Χωρίς δεκάρα,άπορος,φτωχός
properness => προσήκον, properly speaking => αυστηρά μιλώντας, properly => σωστά, proper noun => Κύριο όνομα, proper name => κύριο όνομα,