Greek Meaning of proper noun
Κύριο όνομα
Other Greek words related to Κύριο όνομα
Nearest Words of proper noun
- properly => σωστά
- properly speaking => αυστηρά μιλώντας
- properness => προσήκον
- propertied => εύπορος
- property => ιδιοκτησία
- property line => γραμμή ιδιοκτησίας
- property man => Υπεύθυνος εξοπλισμού
- property master => σκηνογράφος
- property owner => Ιδιοκτήτης ακινήτου
- property right => Δικαίωμα ιδιοκτησίας
Definitions and Meaning of proper noun in English
proper noun (n)
a noun that denotes a particular thing; usually capitalized
FAQs About the word proper noun
Κύριο όνομα
a noun that denotes a particular thing; usually capitalized
Ομαδικό ουσιαστικό,ουσιαστικό,αριθμήσιμο ουσιαστικό,Ουσιαστικό μάζας,ονομαστική,ουσιαστικός
No antonyms found.
proper name => κύριο όνομα, proper fraction => Κάταλληλο κλάσμα, proper => κατάλληλος, propenyl alcohol => Προπενόλη, propensity => Τάση,