Greek Meaning of properly
σωστά
Other Greek words related to σωστά
Nearest Words of properly
- properly speaking => αυστηρά μιλώντας
- properness => προσήκον
- propertied => εύπορος
- property => ιδιοκτησία
- property line => γραμμή ιδιοκτησίας
- property man => Υπεύθυνος εξοπλισμού
- property master => σκηνογράφος
- property owner => Ιδιοκτήτης ακινήτου
- property right => Δικαίωμα ιδιοκτησίας
- property settlement => διακανονισμός περιουσίας
Definitions and Meaning of properly in English
properly (r)
in the right manner; correctly; suitably
indicating exactness or preciseness
in accordance with what is appropriate or suitable for the circumstances
FAQs About the word properly
σωστά
in the right manner; correctly; suitably, indicating exactness or preciseness, in accordance with what is appropriate or suitable for the circumstances
κατάλληλα,σωστά,αποδεκτά,κατάλληλα,καθήκοντος,κατάλληλα,ευτυχισμένος,δεξιά,ορθά,κατάλληλα
ακατάλληλα,ακατάλληλα,λανθασμένα,εσφαλμένα,ασύμβατα,απαράδεκτα,Δυστυχώς,ανικανοποιητικά,άκαιρα,ανάρμοστος
proper noun => Κύριο όνομα, proper name => κύριο όνομα, proper fraction => Κάταλληλο κλάσμα, proper => κατάλληλος, propenyl alcohol => Προπενόλη,