FAQs About the word inopportunely

ακατάλληλα

at an inconvenient timeNot opportunely; unseasonably; inconveniently.

νωρίς,αμέσως,πρόωρα,εκ των προτέρων,αμέσως,πρόωρα,αυτή τη στιγμή,αμέσως,άκαιρα,παρεμπιπτόντως

Αργοπορημένα,αργά,αργά

inopportune => ακατάλληλος, inopinate => απροσδόκητος, inopinable => απροσδόκητος, inoperculate => χωρίς επίπεδο, inopercular => ανοπερκουλιακό,