FAQs About the word precociously

πρόωρα

in a precocious manner

νωρίς,αμέσως,ακατάλληλα,αμέσως,πρόωρα,αυτή τη στιγμή,αμέσως,άκαιρα,παρεμπιπτόντως,εκ των προτέρων

Αργοπορημένα,αργά,αργά

precocious dentition => Πρώιμη οδοντοφυΐα, precocious => πρόωρος, precocial => πρόωρος, preclusive => αποκλειστικός, preclusion => αποκλεισμός,