Greek Meaning of belatedly
Αργοπορημένα
Other Greek words related to Αργοπορημένα
Nearest Words of belatedly
Definitions and Meaning of belatedly in English
belatedly (r)
later than usual or than expected
FAQs About the word belatedly
Αργοπορημένα
later than usual or than expected
τελικά,αργά,αργότερα,αργά,επακόλουθα,μετά,έπειτα,παραβατικά,αργά,κατόπιν
εκ των προτέρων,νωρίς,αμέσως,πρόωρα,αμέσως,ακατάλληλα,πρόωρα,ακριβώς,γρήγορα,γρήγορα
belated => καθυστερημένος, belate => καθυστερείν, belarusian monetary unit => Λευκορωσική νομισματική μονάδα, belarusian => Λευκορώσος, belarus => Λευκορωσία,