FAQs About the word latterly

τελευταία

in the recent pastLately; of late; recently; at a later, as distinguished from a former, period.

μετά,μετά,έπειτα,αργότερα,κατόπιν,σύντομα,επακόλουθα,από εδώ και στο εξής,επόμενος,από

μπροστά,πριν,νωρίτερα,παλαιότερα,προηγουμένως,πριν,προηγουμένως,Προηγουμένως,εκ των προτέρων,μέχρι τώρα

latterkin => διαβολάκι, latter-day saint => Άγιος των τελευταίων ημερών, latter-day => τελευταίας εποχής, latterday => τελευταία, latter => τελευταίος,