Greek Meaning of earlier
νωρίτερα
Other Greek words related to νωρίτερα
Nearest Words of earlier
- earliest => πρωιμότερος
- ear-like => ωτοειδής
- earliness => πρωιμότητα
- earlobe => Λοβός αυτιού
- earlock => φούντα αυτιού
- early => νωρίς
- early bird => πρωινό πουλί, πρωινό σκουλήκι
- early childhood => πρώιμη παιδική ηλικία
- early coral root => πρώιμος κοραλλικός ριζώδης βλαστός
- early days => πρώιμες ημέρες
Definitions and Meaning of earlier in English
earlier (s)
(comparative and superlative of `early') more early than; most early
earlier (r)
earlier in time; previously
comparatives of `soon' or `early'
before now
FAQs About the word earlier
νωρίτερα
(comparative and superlative of `early') more early than; most early, earlier in time; previously, comparatives of `soon' or `early', before now
μπροστά,ήδη,πριν,νωρίς,προηγουμένως,πριν,προηγουμένως,Προηγουμένως,εκ των προτέρων,πρώτο
μετά,έπειτα,αργότερα,μετά,επακόλουθα,πίσω,επόμενος
earlet => αυτί, earless seal => Ωτικός σφραγίδα, earless lizard => Σαύρα χωρίς αυτιά, earless => ανητωτίδης, earles penny => Ορφανός,