Greek Meaning of earliest

πρωιμότερος

Other Greek words related to πρωιμότερος

Definitions and Meaning of earliest in English

Wordnet

earliest (s)

(comparative and superlative of `early') more early than; most early

Wordnet

earliest (r)

with the least delay

FAQs About the word earliest

πρωιμότερος

(comparative and superlative of `early') more early than; most early, with the least delay

πρώτο,ο σημαντικότερος,αρχικός,πρωτότυπο,νωρίς,εναρκτήριος/-α/-ο,παρθένα,πρωτοπόρος,Πρωθυπουργός,προηγούμενος

τελικός,τελευταίο,τελευταίος,τελευταίος,απόλυτος,προηγμένος,επόμενος,αργά,επόμενος,τερματικό

earlier => νωρίτερα, earlet => αυτί, earless seal => Ωτικός σφραγίδα, earless lizard => Σαύρα χωρίς αυτιά, earless => ανητωτίδης,