Greek Meaning of succeeding

επακόλουθος

Other Greek words related to επακόλουθος

Definitions and Meaning of succeeding in English

Wordnet

succeeding (a)

coming after or following

Wordnet

succeeding (s)

(of elected officers) elected but not yet serving

FAQs About the word succeeding

επακόλουθος

coming after or following, (of elected officers) elected but not yet serving

επόμενος,επόμενος,ερχομένων,Επόμενος,δευτερόλεπτο,επόμενος,διαδοχικές,διαδοχικός,στο κατάστρωμα,οπίσθιο, οπίσθιος, οπίσθια

προηγούμενος,πρώην,προηγούμενο,προηγούμενος,προηγούμενος,προηγούμενος,προηγούμενο,εμπρόσθιος,τελευταίο,παρελθόν

succeeder => διάδοχος, succeed => επιτυχία, succedaneum => υποκατάστατο, succade => Ζαχαρωμένα φρούτα, subwoofer => Υπογούφερ,