Greek Meaning of successful

επιτυχής

Other Greek words related to επιτυχής

Definitions and Meaning of successful in English

Wordnet

successful (a)

having succeeded or being marked by a favorable outcome

FAQs About the word successful

επιτυχής

having succeeded or being marked by a favorable outcome

ελπιδοφόρος,Ευημερούσα,ακμάζων,ακμάζων,πηγαίνω,αυξανόμενος,θριαμβευτικός,Ανθηρός,ερχομένων,Gangbuster

απέτυχε,αποτυχημένος,ανεπιτυχής,Χρεωκοπία,καταρρέων,δίπλωμα,απαισιόδοξος,απελπισμένος,δυσμενής,άχρηστος

success => επιτυχία, succeeding => επακόλουθος, succeeder => διάδοχος, succeed => επιτυχία, succedaneum => υποκατάστατο,