Greek Meaning of slipping
ολίσθηση
Other Greek words related to ολίσθηση
Nearest Words of slipping
Definitions and Meaning of slipping in English
slipping (s)
moving as on a slippery surface
slipping (p. pr. & vb. n.)
of Slip
FAQs About the word slipping
ολίσθηση
moving as on a slippery surfaceof Slip
καταρρέων,μειούμενη,αποτυχημένος,πλαταγίζοντας,δίπλωμα,πτωτικό,φθίνουσα,Πλύσιμο,Χρεωκοπία,κατεστραμμένος
ερχομένων,ακμάζων,πηγαίνω,Ευημερούσα,επιτυχής,ακμάζων,θριαμβευτικός,αυξανόμενος,φοίνικας,ελπιδοφόρος
slippiness => ολισθηρότητα, slippery elm => Όλισθηρή φτελιά, slippery => Ολισθηρός, slipperwort => Κυπριπέδιο, slipper-shaped => Παντοφλόμορφο,