Greek Meaning of slippery
Ολισθηρός
Other Greek words related to Ολισθηρός
- σκιερός
- εξαπάτηση
- κρυφός
- κοντά
- στρεβλός
- πονηρός
- σκοτεινός, -ή, -ό
- Παραπλανητικός
- κρυφός
- μυστικοπαθής
- Ύπουλος
- ολισθηρός
- πανούργος
- κλεφτό
- ύπουλος
- κρυφό
- ύπουλος
- πονηρός
- επινοητικός
- κλειστόμυalos
- κρυμμένος
- πονηρός
- Δολερός
- παραπλανητικός
- ύπουλος
- ανέντιμος
- προσποιούμενος
- δόλιος
- πονηρός
- Δολερός
- ύπουλος
- απατεώνας
- ψέμα
- ψεύτης
- perfidious
- συγκρατημένος
- ερπετοειδής
- πανέξυπνος
- δύσκολος
- Δίπρόσωπος
- στα κρυφά
- Δόλιος.
- αναξιόπιστος
- ψευδής
Nearest Words of slippery
Definitions and Meaning of slippery in English
slippery (a)
causing or tending to cause things to slip or slide
slippery (s)
not to be trusted
slippery (a.)
Having the quality opposite to adhesiveness; allowing or causing anything to slip or move smoothly, rapidly, and easily upon the surface; smooth; glib; as, oily substances render things slippery.
Not affording firm ground for confidence; as, a slippery promise.
Not easily held; liable or apt to slip away.
Liable to slip; not standing firm.
Unstable; changeable; mutable; uncertain; inconstant; fickle.
Uncertain in effect.
Wanton; unchaste; loose in morals.
FAQs About the word slippery
Ολισθηρός
causing or tending to cause things to slip or slide, not to be trustedHaving the quality opposite to adhesiveness; allowing or causing anything to slip or move
σκιερός,εξαπάτηση,κρυφός,κοντά,στρεβλός,πονηρός,σκοτεινός, -ή, -ό,Παραπλανητικός,κρυφός,μυστικοπαθής
άμεσο,ειλικρινής,ειλικρινής,ανοιχτό,απλός,απλός,καθαρά,ειλικρινής,ειλικρινής,ειλικρινής
slipperwort => Κυπριπέδιο, slipper-shaped => Παντοφλόμορφο, slipperness => ολισθηρότητα, slipperiness => ολισθηρότητα, slipperily => ολισθηρός,