Greek Meaning of slipperiness

ολισθηρότητα

Other Greek words related to ολισθηρότητα

Definitions and Meaning of slipperiness in English

Wordnet

slipperiness (n)

a slippery smoothness

the quality of being a slippery rascal

Webster

slipperiness (n.)

The quality of being slippery.

FAQs About the word slipperiness

ολισθηρότητα

a slippery smoothness, the quality of being a slippery rascalThe quality of being slippery.

τέχνη,δολιότητα,πονηριά,δολιότητα,Διπλότητα,λιπαρότητα,πονηριά,πανουργία,ραδιουργίες, παρασκήνια,ολισθηρότητα

αφέλεια,ειλικρίνεια,Ευχέρεια,ειλικρίνεια,αφέλεια,ειλικρίνεια,Ειλικρίνεια,ειλικρίνεια ,ανοιχτότητα,απλότητα

slipperily => ολισθηρός, slippered => Σανδαλωμένος, slipper spurge => ραδοστόφυλλο, slipper plant => Κυπρίδα, slipper orchid => Σακουλάκι,