Greek Meaning of artifice
τέχνασμα
Other Greek words related to τέχνασμα
- συσκευή
- τέχνασμα
- σχέδιο
- τέχνασμα
- μπλόφα
- εξαπάτηση
- αποφεύγω
- φέρε
- απάτη
- γκάμπιτ
- κόλπο
- μοτίβο
- ικανότητα
- τέχνασμα
- επιδεξιότητα
- Επιδεξιότητα χεριών
- τέχνασμα
- δόλος
- τυφλός
- εξαπάτηση
- δολιότητα
- απάτη
- χειροτεχνία
- πονηρός
- απάτη
- Διπλότητα
- τερματισμός
- πλαστό
- φιντα
- απάτη
- γκάφα
- φάρσα
- ζογκλάρω
- ζογκλερικά
- Δεξιοτεχνία
- παίξε
- απάτη
- παπαριές
- Πονηριά
- ραδιουργίες, παρασκήνια
- Καπνογόνο
- απάτη
- δόλος
- απάτη
- απάτη
Nearest Words of artifice
- artificer => Τεχνίτης
- artificial => τεχνητός
- artificial additive => Τεχνητό πρόσθετο
- artificial blood => Τεχνητή Αιμοληψία
- artificial flower => Τεχνητό λουλούδι
- artificial heart => Τεχνητή καρδιά
- artificial horizon => Τεχνητός ορίζοντας
- artificial insemination => Τεχνητή σπερματέγχυση
- artificial intelligence => τεχνητή νοημοσύνη
- artificial joint => τεχνητή άρθρωση
Definitions and Meaning of artifice in English
artifice (n)
a deceptive maneuver (especially to avoid capture)
artifice (n.)
A handicraft; a trade; art of making.
Workmanship; a skillfully contrived work.
Artful or skillful contrivance.
Crafty device; an artful, ingenious, or elaborate trick. [Now the usual meaning.]
FAQs About the word artifice
τέχνασμα
a deceptive maneuver (especially to avoid capture)A handicraft; a trade; art of making., Workmanship; a skillfully contrived work., Artful or skillful contrivan
συσκευή,τέχνασμα,σχέδιο,τέχνασμα,μπλόφα,εξαπάτηση,αποφεύγω,φέρε,απάτη,γκάμπιτ
αφέλεια,αμηχανία,ανικανότητα,ανικανότητα,αδεξιότητα,Ακαμψία,ανικανότητα,ανεπάρκεια,ανικανότητα,ανικανότητα
artifactual => Τεχνητός, artifacts => τεχνουργήματα, artifact => τέχνημα, artie shaw => Αρτι Σω, articulus => άρθρωση,