Greek Meaning of sleight of hand
Επιδεξιότητα χεριών
Other Greek words related to Επιδεξιότητα χεριών
Nearest Words of sleight of hand
- sleightful => πονηρός
- sleightly => ελαφρώς
- sleighty => πονηρός
- slender => λεπτή
- slender centaury => Κενταύριο λεπτό
- slender knapweed => Κενταύριο το λεπτόφυλλο
- slender lady palm => Λεπτή κυρία φοίνικας
- slender loris => Λεπτός λόρις
- slender rush => ίριδα η λεπτή
- slender salamander => Λιγνός σαλαμάνδρας
Definitions and Meaning of sleight of hand in English
sleight of hand (n)
manual dexterity in the execution of tricks
FAQs About the word sleight of hand
Επιδεξιότητα χεριών
manual dexterity in the execution of tricks
μαγεία,εξαπάτηση,Δεξιοτεχνία,ταχυδακτυλουργία,εξορκισμός,εξαπάτηση,αλαμπραμπαλαμ,δόλος
No antonyms found.
sleight => επιδεξιότητα, sleighing => έλκηθρο, sleigh bell => κουδούνι, sleigh bed => Κρεβάτι έλκηθρο, sleigh => έλκηθρο,