Greek Meaning of slender
λεπτή
Other Greek words related to λεπτή
- στενός
- αδύνατο
- λεπτός
- κοντά
- επιμηκύνω
- επιμήκης
- καλό
- γραμμικός
- βελονοειδής
- Λεπτό σαν χαρτί
- αδύνατος
- εφεδρικό
- σφιχτός
- υπερλεπτό
- εξασθενώ
- εξασθενημένος
- συμπιεσμένος
- Συμπυκνωμένο
- στενός
- συμφωνημένο
- Γραμμή μαλλιών
- ψηλόλιγνος
- Λιγερός
- λυγερός
- καλαμένιος
- λεπτό σίδερο
- αδύνατος
- συμπιεσμένο
- ψηλός/-ή
- ινώδες
- σφιχτό
- Κλαδάκι
- λυγερός
- λεπτή
Nearest Words of slender
- slender centaury => Κενταύριο λεπτό
- slender knapweed => Κενταύριο το λεπτόφυλλο
- slender lady palm => Λεπτή κυρία φοίνικας
- slender loris => Λεπτός λόρις
- slender rush => ίριδα η λεπτή
- slender salamander => Λιγνός σαλαμάνδρας
- slender spike rush => Λεπτόροπαλο αγριοκρίθαμο
- slender wheatgrass => Λεπτοφυλλίδα
- slender wild oat => λεπτή άγρια βρώμη
- slender-bodied => Λιγνόσωμος
Definitions and Meaning of slender in English
slender (s)
being of delicate or slender build
very narrow
having little width in proportion to the length or height
small in quantity
slender (superl.)
Small or narrow in proportion to the length or the height; not thick; slim; as, a slender stem or stalk of a plant.
Weak; feeble; not strong; slight; as, slender hope; a slender constitution.
Moderate; trivial; inconsiderable; slight; as, a man of slender intelligence.
Small; inadequate; meager; pitiful; as, slender means of support; a slender pittance.
Spare; abstemious; frugal; as, a slender diet.
Uttered with a thin tone; -- the opposite of broad; as, the slender vowels long e and i.
FAQs About the word slender
λεπτή
being of delicate or slender build, very narrow, having little width in proportion to the length or height, small in quantitySmall or narrow in proportion to th
στενός,αδύνατο,λεπτός,κοντά,επιμηκύνω,επιμήκης,καλό,γραμμικός,βελονοειδής,Λεπτό σαν χαρτί
Ευρύς,λίπος,γεροδεμένος,παχύς,ευρύ,ογκώδης,χοντρός,μαζικός,Καθίσματα,κοντόχοντρος
sleighty => πονηρός, sleightly => ελαφρώς, sleightful => πονηρός, sleight of hand => Επιδεξιότητα χεριών, sleight => επιδεξιότητα,