Greek Meaning of lanky
Λιγερός
Other Greek words related to Λιγερός
Nearest Words of lanky
- lankness => λιτότητα
- lankly => μακρόστενος
- lankiness => λιγνότης
- lank => ψηλόλιγνος
- lanius ludovicianus migrans => Αμερικανικό Λιανονέρι
- lanius ludovicianus excubitorides => Βόρειος αετομάχος
- lanius lucovicianus => Αμερικάνικο αετομάχο
- lanius excubitor => Κοκκινοκεφαλοσούσουρο
- lanius borealis => Βόρειος λοξίας
- lanius => αετομάχος
Definitions and Meaning of lanky in English
lanky (s)
tall and thin and having long slender limbs
tall and thin
lanky (a.)
Somewhat lank.
FAQs About the word lanky
Λιγερός
tall and thin and having long slender limbs, tall and thinSomewhat lank.
άκομψος,αδύνατος,αδύνατος,λυγερός,αδύνατο,λεπτή,αδύνατος,λεπτός,γωνιακός,οστεώδης
γεροδεμένος,ογκώδης,παχουλός,χοντρός,παχύσαρκος,παχουλός,Καθίσματα,γεροδεμένος,γεροδεμένος,κοντόχοντρος
lankness => λιτότητα, lankly => μακρόστενος, lankiness => λιγνότης, lank => ψηλόλιγνος, lanius ludovicianus migrans => Αμερικανικό Λιανονέρι,