Greek Meaning of gangly

αδύνατος

Other Greek words related to αδύνατος

Definitions and Meaning of gangly in English

Wordnet

gangly (s)

tall and thin and having long slender limbs

tall and thin

FAQs About the word gangly

αδύνατος

tall and thin and having long slender limbs, tall and thin

οστεώδης,άκομψος,αδύνατος,Λιγερός,λυγερός,αδύνατο,αδύνατος,λεπτός,γωνιακός,οστεώδης

γεροδεμένος,ογκώδης,παχουλός,χοντρός,παχύσαρκος,παχουλός,Καθίσματα,γεροδεμένος,γεροδεμένος,κοντόχοντρος

ganglions => γάγγλια, ganglionic => γαγγλιακό, ganglionary => γαγγλιώδης, ganglion cell => Γαγγλιακό κύτταρο, ganglion => γάγγλιο,