Greek Meaning of boney

οστεώδης

Other Greek words related to οστεώδης

Definitions and Meaning of boney in English

Wordnet

boney (a)

having bones especially many or prominent bones

Wordnet

boney (s)

being very thin

FAQs About the word boney

οστεώδης

having bones especially many or prominent bones, being very thin

άπαχο,αδύνατο,λεπτή,λεπτός,άπαχος,αδύνατος,ταλαιπωρημένος,ευλύγιστος,τσιμπημένο,σκελετικός

γεροδεμένος,μυώδης,ογκώδης,Μυώδης,παχουλός,χοντρός,κορpulεντ,λίπος,Σαρκώδης,αηδιαστικός

bonetta => μπερέ, bonete => Μπόνετο, boneshaw => Μπόνεσου, boneshaker => Συντριβή των οστών, bonesetter => Οστεοπαθητικός,