FAQs About the word bong

μπόνγκ

a dull resonant sound as of a bell, ring loudly and deeply

δαχτυλίδι,καμπάνες,κρότος,γκονγκ,κουδούνισμα,καμπάνα του θανάτου,κωδωνοκρουσία,διόδια,σχισμή,κλάγκα

No antonyms found.

bonfire night => νύχτα της φωτιάς, bonfire => φωτιά κάμπινγκ, boney => οστεώδης, bonetta => μπερέ, bonete => Μπόνετο,