Greek Meaning of husky
χάσκι
Other Greek words related to χάσκι
- αθλητικός
- γεροδεμένος
- μυώδης
- Μυώδης
- τεράστιος
- ισχυρός
- Μυώδης
- ισχυρός
- γεροδεμένος
- δυνατός
- βαρύς
- παχύσαρκος
- βαρύς
- μεσομορφικός
- robust
- ανώμαλος
- νευρώδης
- στερεός
- γεροδεμένος
- σωματώδης
- γερός
- Χοντρός
- υγιής
- παχουλός
- χοντρός
- συμπαγής
- κοντόχοντρος
- ηρακλειώδης
- αδέξιος
- μυώδης
- παχουλός
- παχύσαρκος
- παχουλός
- τηγανίτα
- Καθίσματα
- Σκυφτός
- σταθερός
- παχουλός
- οστεώδης
- αδύνατος
- Λιγερός
- άπαχο
- φως
- ελαφρύ
- καλαμένιος
- αδύνατος
- αδύνατο
- λεπτή
- ελαφρύ
- αδύνατος
- ινώδες
- λεπτός
- λεπτός
- ζιζανιώδης
- λυγερός
- Ασθενής
- εύθραυστος
- εύθραυστος
- άκομψος
- άχαρος
- κοκαλιάρης
- εφεδρικό
- αραχνοειδής
- Λεπτή
- Κλαδάκι
- σφηκοειδής
- Αδύναμος
- σκληρός
- οστεώδης
- εξασθενημένος
- λεπτός
- εξασθενημένος
- αδύνατος
- εξασθενημένος
- αδύνατος
- άρρωστος
- αδύναμος
- αδύναμα
- δειλός
- άσχετος με αθλητισμό
Nearest Words of husky
Definitions and Meaning of husky in English
husky (n)
breed of heavy-coated Arctic sled dog
husky (s)
muscular and heavily built
deep and harsh sounding as if from shouting or illness or emotion
husky (n.)
Abounding with husks; consisting of husks.
An Eskimo; also, an Eskimo dog.
The Eskimo language.
husky (a.)
Rough in tone; harsh; hoarse; raucous; as, a husky voice.
Powerful; strong; burly.
FAQs About the word husky
χάσκι
breed of heavy-coated Arctic sled dog, muscular and heavily built, deep and harsh sounding as if from shouting or illness or emotionAbounding with husks; consis
αθλητικός,γεροδεμένος,μυώδης,Μυώδης,τεράστιος,ισχυρός,Μυώδης,ισχυρός,γεροδεμένος,δυνατός
οστεώδης,αδύνατος,Λιγερός,άπαχο,φως,ελαφρύ,καλαμένιος,αδύνατος,αδύνατο,λεπτή
husking bee => ξεφλούδισμα καλαμποκιού, husking => ξεφλούδισμα, huskiness => βραχνάδα, huskily => βραχνά, husked => αποφλοιωμένος,